παμψηφία

παμψηφία
η
το σύνολο των ψήφων: Έγινε καθηγητής της αρχαιολογίας με παμψηφία.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • παμψηφία — η (σε ψηφοφορία) η συγκέντρωση όλων τών ψήφων, η παροχή τού συνόλου τών ψήφων υπέρ ενός προσώπου ή θέματος («η απόφαση ελήφθη με παμψηφία»). [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ψηφία (< ψήφος < ψήφος), πρβλ. πλειο ψηφία. Η λ. μαρτυρείται από το 1895 στον …   Dictionary of Greek

  • παμψηφεί — (ΑΜ παμψηφεί, Α δωρ. τ. παμψαφεί) επίρρ. με όλες τις ψήφους, με παμψηφία, ομόφωνα. [ΕΤΥΜΟΛ. < παν * + ψῆφος + επιρρμ. κατάλ. ει] …   Dictionary of Greek

  • Συμβούλιο Ασφαλείας — Ένα από τα κυριότερα όργανα του Οργανισμού των Ηνωμένων Εθνών. Αποκλειστική του αρμοδιότητα είναι η λήψη των αναγκαίων μέτρων για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας. Στο Σ. Α. αναγνωρίζεται ως η «πρωτεύουσα ευθύνη» για την εκτέλεση… …   Dictionary of Greek

  • μονοκούκι — επίρρ. 1. με μια ψήφο. 2. φρ., «Ψηφίσαμε μονοκούκι», όταν όλοι ψήφισαν αποκλειστικά ένα συνδυασμό ή υποψήφιο και τον εκλέξανε με παμψηφία …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”